- ευδοκιμώ
- (ε) αμετ.1) преуспевать, процветать, развиваться, делать успехи; 2) расти, произрастать; плодоносить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευδοκιμώ — ευδοκιμώ, ευδοκίμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευδοκιμώ — (ΑΜ εὐδοκιμῶ, έω) [ευδόκιμος] 1. επιτυγχάνω σε κάτι, κατορθώνω, κάτι 2. ακμάζω, ευημερώ, προοδεύω («ηὐδοκίμει Περικλῆς», Πλάτ.) νεοελλ. (για φυτά) έχω ευνοϊκούς όρους για ανάπτυξη, ακμάζω («στη Χίο ευδοκιμεί η μαστίχα») αρχ. μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
ευδοκιμώ — ευδοκίμησα, πετυχαίνω, προκόβω, προοδεύω: Στον τόπο αυτόν ευδοκιμούν τα πρώιμα κηπευτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐδοκιμῶ — εὐδοκιμάζω choose fut ind act 1st sg (attic epic ionic) εὐδοκιμέω to be of good repute pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐδοκιμέω to be of good repute pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐδοκίμῳ — Εὐδόκιμος in good repute masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκίμῳ — εὐδόκιμος in good repute masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐδοκίμωι — Εὐδοκίμῳ , Εὐδόκιμος in good repute masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκίμωι — εὐδοκίμῳ , εὐδόκιμος in good repute masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευδοκιμώ — κατευδοκιμῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευδοκιμώ) ευδοκιμώ πολύ, ξεπερνώ κάποιον σε ευδοκίμηση, σε καλή υπόληψη και δόξα («κατευδοκιμήσας Φαβίου», Διόδ.) … Dictionary of Greek
ορθοποδώ — (ΑΜ ὀρθοποδῶ, έω) [ορθόπους] νεοελλ. 1. στέκομαι όρθιος στα πόδια μου ή σηκώνομαι και παίρνω όρθια στάση, στέκομαι στο πόδι 2. μτφ. αναλαμβάνω δυνάμεις, αποκαθίσταμαι, ευδοκιμώ μσν. αρχ. βαδίζω κατευθείαν, προς τα εμπρός αρχ. μτφ. ακολουθώ τον… … Dictionary of Greek
συνθάλλω — Μ (για φυτό) ευδοκιμώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θάλλω «ανθώ, ευδοκιμώ»] … Dictionary of Greek